- εμψυχωτής
- οαυτός που εμψυχώνει, που ζωογονεί ή ενθαρρύνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμψυχωτής — ο αυτός που εμπνέει θάρρος, εμψυχώνει, εγκαρδιώνει, ζωογονεί, αναπτερώνει το φρόνημα … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
Οικονομίδης, Φιλοκτήτης — (Αθήνα 1889 – 1957). Έλληνας αρχιμουσικός. Σπούδασε μουσικός στο Ωδείο Αθηνών και παράλληλα παρακολούθησε τη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών, στην οποία αργότερα ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Ο Ο. ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία σε αρκετά… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αναστηλωτής — ο, θηλ. αναστηλώτρια 1. άτομο που διενεργεί ή επιμελείται αναστήλωση 2. μτφ. άτομο που τονώνει το ηθικό και τα συναισθήματα, εμψυχωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναστηλώνω. Η λ., στον λόγιο πληθ. αναστηλωταί, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
εγκαρδιωτής — ο εμψυχωτής … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
ζωογόνος — (θηλ. και ζωογόνα), ο (AM ζωογόνος, ον) 1. αυτός που γεννά, που παράγει έμβια όντα, δημιουργός ζωής, παραγωγικός, γόνιμος, ζωοποιός 2. αυτός που παρέχει ζωή (α. «ζωογόνος αέρας», Βάρν. β. «ζωογόνος θεός», Ιουλ.) 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές … Dictionary of Greek
ζωοπάροχος — η, ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, ον) αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος νεοελλ. εμψυχωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιο πάροχος, πλουσιο πάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως… … Dictionary of Greek